ἐπισταλτική

ἐπισταλτική
ἐπισταλτικός
epistolary
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπισταλτικῇ — ἐπισταλτικός epistolary fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτική — Τρίτη πτώση των κλιτών μερών της ελληνικής γλώσσας. Η ετυμολογία της προέρχεται από την κυριότερη, κατά τους αρχαίους γραμματικούς, συντακτική χρήση της, εκείνη που δηλώνει το αντικείμενο προς το οποίο δίνεται κάτι. Για τον ίδιο λόγο από… …   Dictionary of Greek

  • επισταλτικός — ἐπισταλτικός, ή, όν (Α) [επιστέλλω] 1. επιστολικός 2. φρ. «ἐπισταλτικὴ πτῶσις» η δοτική …   Dictionary of Greek

  • ՑՈՒՑԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0918 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 12c, 13c, 14c ա. δεικτικός ostensivus, demonstrativus ἑνδεικτικόν indicium. Ցուցանօղ իւիք օրինակաւ. մանաւանդ որպէս տեսակ նախատիպ. (յն. εἱδικός specialis, formalis. կամ ἱδέα species )… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”